λιάζεται

λιάζεται
λιάζομαι
bend
pres ind mp 3rd sg (epic)
λιάζω
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηλιάζω — και λιάζω ήλιασα, (η)λιάστηκα, (η)λιασμένος, εκθέτω στον ήλιο κάτι: Λιάζω τη σταφίδα. – Το σπίτι λιάζεται όλη μέρα. Παθ. (η)λιάζομαι εκθέτω τον εαυτό μου στον ήλιο: Κάθεται και λιάζεται από το πρωί ως το βράδυ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • ευήλιος — α, ο (ΑΜ εὐήλιος, ον Α και εὐάλιος, ον) 1. ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο προσηλιακός, ο ηλιόλουστος (α. «τὴν οἰκίαν... ὅτι χειμῶνος μὲν εὐήλιός ἐστι, τοῦ δὲ θέρους εὔσκιος», Ξεν. β. «εὐηλίοις ἐν ἁμέραισιν», Αριστοφ. γ. «ευήλιο διαμέρισμα») αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ηλιαστήριο — το (Α ἡλιαστήριον) [ηλιάζω] νεοελλ. ιατρ. ειδικό διαμέρισμα θεραπευτηρίου ή νοσοκομείου που προορίζεται για τους ασθενείς που έχουν ανάγκη ηλιοθεραπείας αρχ. 1. τόπος όπου λιάζεται κάποιος 2. πάπ. τόπος όπου με λιάσιμο ξηραίνονται καρποί …   Dictionary of Greek

  • ευήλιος — α, ο αυτός που λιάζεται καλά, που τον λούζει ο ήλιος, αλλ. προσήλιος, προσηλιακός: Σπίτι ευήλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”